Στις συζητήσεις φέτος µε τους παραγωγούς προκύπτει αβίαστα το συµπέρασµα, ότι, αν υπήρχαν εναλλακτικές τα στρέµµατα που θα δέσµευε για την νέα καλλιεργητική περίοδο το σκληρό σιτάρι µπορεί να περιορίζονταν ακόµα και στα µισά των προηγούµενων περιόδων (τον τελευταίο χρόνο δείχνει να ξεπέρασε έστω και οριακά τα 4 εκατοµµύρια στρέµµατα).
Λίγο οι τιµές που ανέκαµψαν σχεδόν από τα µέσα της προηγούµενης δεκαετίας, λίγο η συµβολαιοποίηση µε τις εταιρείες ζυµαρικών, λίγο η πρόοδος στο πολλαπλασιαστικό υλικό που υπόσχεται καλύτερο παραγωγικό αποτέλεσµα και λίγο οι στρεµµατικές αποδόσεις που βελτιώθηκαν σηµαντικά, ειδικά στα κτήµατα που εφαρµόζονται στάγδην άρδευση και σύγχρονες µεθόδους θρέψης και φυτοπροστασίας, η αλήθεια είναι πως το σκληρό σιτάρι ανέβηκε κάποιες βαθµίδες στην εκτίµηση των παραγωγών, διευρύνοντας κατά κάποιο τρόπο τη παρουσία του στο «καλλιεργητικό καλάθι» πολλών εκµεταλλεύσεων.
Βέβαια, αν εξετάσουµε προσεκτικά τα µέχρι στιγµής δεδοµένα θα δούµε ότι η δουλειά που έχει γίνει µάλλον είναι µισή. Το σκληρό σιτάρι συνεχίζει να απασχολεί σηµαντικές εκτάσεις όχι ως αποτέλεσµα των παραγωγικών του δυνατοτήτων και οικονοµικών του επιδόσεων αλλά ως η καλύτερη λύση για τους λεγόµενους «αγρότες του καναπέ». Στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για ετεροεπαγγελµατίες ιδιοκτήτες αγροτικής γης, οι οποίοι, θέλουν να ενεργοποιούν δικαιώµατα ενιαίας ενίσχυσης, ενδιαφέρονται για τη µικρή έστω συνδεδεµένη ενίσχυση του προϊόντος, ενδεχοµένως και για τη συµµετοχή στο πρόγραµµα απονιτροποίησης που θα «τρέξει» σε λίγο καιρό, δεν θέλουν όµως να επενδύσουν περαιτέρω σε υποδοµές και φυσικά δεν θέλουν να απασχολούνται µε την καλλιέργειά τους παρά µόνο λίγες µέρες το χρόνο. Ίσως αυτή είναι η υπ’ αριθµόν ένα παθογένεια που χαρακτηρίζει την παραγωγική δραστηριότητα στο σκληρό σιτάρι.
Πηγή: agronews.gr