Ένα βελτιωμένο περιβάλλον στην αγορά ελαιόλαδου αποτυπώνει έκθεση της Κομισιόν που το συνδέει με την αναχαίτιση της πανδημίας, την ίδια στιγμή που συντελεστές της εγχώριας αγοράς, εκτιμούν ενίσχυση της εμπορικής δραστηριότητας και των τιμών παραγωγού από το νέο έτος. Μπορεί τις τελευταίες ηµέρες οι τιµές ελαιολάδου στην ελληνική αγορά υπόκεινται σε σηµαντικές πιέσεις που προέρχονται κυρίως από την εγχώρια βιοµηχανία τυποποίησης και τα µικρά «µαγαζιά» της Ιταλίας, ωστόσο οι μεγάλες βιομηχανίες ήδη προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο ενός πιο φυσιολογικού καλοκαιριού το 2021, με μεγαλύτερη ζήτηση από την εστίαση. Σε αυτό το πλαίσιο, οι παραδοσιακοί οίκοι της γειτονικής Ιταλίας, καθυστερούν να κάνουν την εμφάνισή τους στα παραγωγικά κέντρα της Πελοποννήσου, απ’ όπου προμηθεύονται ποιοτικές ποσότητες στις υψηλότερες τιμές που διαμορφώνονται στην εγχώρια αγορά σε μαζικές πωλήσεις.
Ωστόσο, όσο η ζήτηση αφορά αποκλειστικά πλέον την κατανάλωση των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, η ελληνική αγορά δύσκολα θα µπορέσει να ακολουθήσει τον ανοδικό κύκλο που εξελίσσεται στις αγορές της Ιταλίας και της Ισπανίας. Όπως εκτιµούν άνθρωποι της αγοράς, «όταν µε το καλό απαλλαγούµε από την πανδηµία και βγούµε πάλι στην εστίαση και τον τουρισµό, µπορούµε να περιµένουµε τιµές πάνω από 3,20 ευρώ το κιλό».
Εν τω μεταξύ, ότι σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκη Βορίδη, η έκτακτη ενίσχυση στους κατ’ επάγγελμα ελαιοπαραγωγούς, αναμένεται να πληρωθεί μέχρι την Παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή την προσεχή Πέμπτη.
Αυξάνονται ζήτηση και τζίροι στο ελαιόλαδο, γερασμένοι οι παραγωγοί σε Ελλάδα, Ιταλία
Αυξημένες εξαγωγές ελαιολάδου με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5% ετησίως αναμένουν εκθέσεις αγοράς, με πρόσφατη εκείνη της Κομισιόν, η οποία αναμένει πως η κατανάλωση ελαιολάδου θα ενισχυθεί τόσο εντός όσο και εκτός μπλοκ, χάριν στην οικονομική ανάπτυξη μετά την πανδημία.
Ο κύκλος εργασιών της παγκόσμιας αγοράς ελαιολάδου, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ανάλυση βρετανικού ερευνητικού ινστιτούτου θα αυξηθεί κατά 8 δισ. δολάρια μέσα στα επόμενα έτη, φτάνοντας έναν τζίρο πέριξ των 25 δισ. δολαρίων μέχρι το 2026. Αυτό θα επιτευχθεί σύμφωνα με τους οικονομολόγους, διαμορφώνοντας έναν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 5,8%. Η παραγωγή της ΕΕ µέχρι το 2030 αναµένεται να αυξηθεί κατά 1,3% ετησίως, με τις χώρες της Ιβηρικής να ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης, αυξάνοντας ετησίως κατά 0,5% τις αποδόσεις τους.
Σε αυτές τις περιοχές άλλωστε αναµένεται περαιτέρω επένδυση σε εντατικά και υπερεντατικά συστήµατα καλλιέργειας. Στον αντίποδα, οι μικρότερες εκμεταλλεύσεις και η υψηλότερη μέση ηλικία των αγροτών στην Ιταλία και την Ελλάδα θα μπορούσαν να περιορίσουν την ανάπτυξη στην δική μας μεριά της Μεσογείου, σε σύγκριση με την Ισπανία και την Πορτογαλία
Παράλληλα διαµορφώνεται ετήσια αύξηση της κατανάλωσης στην ΕΕ σταθερή στο + 0,2% έως το 2030 (σε σύγκριση µε το -2% το 2009-2019). Μέχρι το 2030, οι χώρες που δεν παράγουν στην ΕΕ θα µπορούσαν να αντιπροσωπεύουν το 26% της συνολικής κατανάλωσης.
Η αύξηση των εισοδημάτων, η δημοτικότητα της μεσογειακής κουζίνας και οι τιμές που είναι ανταγωνιστικές με άλλα φυτικά έλαια υποστηρίζουν τις εξαγωγές ελαιολάδου της ΕΕ, ιδίως προς την Κίνα, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Ρωσία. Αυτές οι περιοχές συνέβαλαν στο να αυξηθούν οι εξαγωγές της ΕΕ τα τελευταία 10 χρόνια, κατά 13%. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές της ΕΕ θα μπορούσαν να μειωθούν βραχυπρόθεσμα και να σταθεροποιηθούν μεσοπρόθεσμα, καθώς αυξάνεται η παραγωγή της ΕΕ.
Πηγή: agronews.gr