Βελτίωση σημείωσε η ακαθάριστη αξία της ζωικής παραγωγής της χώρας, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία (Eurostat, Νοέμβριος 2020), που ανήλθε το 2019 σε 2.563 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση ως προς το προηγούμενο έτος 2,2%. Η αύξηση αυτή προήλθε κυρίως από την άνοδο της αξίας στο γάλα (+4,5%). Η γαλακτοπαραγωγός αιγοπροβατοτροφία εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της κτηνοτροφίας, με την Ελλάδα να ηγείται στην παραγωγή πρόβειου γάλακτος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δεύτερη στη σειρά έρχεται η Ισπανία και τρίτη η Ιταλία, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις του FAO το 2018 βρίσκεται στην 3η θέση και της παγκόσμιας παραγωγής του προϊόντος, μετά την Τουρκία και την Κίνα. Στο αίγειο γάλα, ωστόσο, υστερεί έναντι της Γαλλίας, της Ισπανίας, αλλά και της Ολλανδίας, ευρισκόμενη στην 4η θέση της ΕΕ (στοιχεία Eurostat, Production of ewes’ and goats’ milk from farm, 2020).
Το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου αιγοπρόβειου γάλακτος παραδίδεται κυρίως σε μεταποιητικές επιχειρήσεις παραγωγής τυροκομικών προϊόντων. Στο διάστημα της 5ετίας 2015-2019, οι παραδόσεις πρόβειου γάλακτος σημείωναν σημαντική άνοδο μέχρι και το 2018 (676.000 τόνοι), αλλά το 2019 (Πίνακας 1) καταγράφηκε απότομη μείωση (-4,8%), που ήταν μεγαλύτερη στο αίγειο γάλα (-5,8%). Η πτώση αυτή ήταν συνέπεια της σημαντικής μείωσης της μέσης τιμής παραγωγού, ιδιαίτερα αισθητή στο πρόβειο γάλα (-6,4%).
Ωστόσο, το 2020 σημειώνεται άνοδος της ζήτησης αιγοπρόβειου γάλακτος με ανάκαμψη των τιμών παραγωγού, που κυμαίνονται σε επίπεδο σημαντικά μεγαλύτερο από εκείνο των χαμηλών τιμών του 2019.
Η θετική αυτή εξέλιξη συνδέεται με την άνοδο των εξαγωγών στα τυροκομικά προϊόντα, όπου κυριαρχεί η φέτα, οι εξαγωγές της οποίας ανήλθαν το 2019 σε 388 εκατ. ευρώ με ποσότητα 73.500 τόνων, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της αξίας (84,5%) και του όγκου εξαγωγών (82,5%) τυροκομικών προϊόντων. Όπως επιβεβαιώνουν πρόσφατες εκτιμήσεις του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (Αύγουστος 2020), στο 1ο εξάμηνο του 2020, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, καταγράφεται μεγάλη άνοδος της αξίας (+28%) και του όγκου εξαγωγών (+12%) στην κατηγορία των τυροκομικών προϊόντων που ανήκει η φέτα.
Πίνακας 1: Παραδόσεις αιγοπρόβειου γάλακτος και μέση τιμή παραγωγού (2015-2019)
Παραδόσεις αιγοπρόβειου γάλακτος |
2015 | 2016 | 2017 | 2018 | 2019 | Μεταβολή 2019/2018 (%) |
Πρόβειου (τόνοι) | 549.360 | 607.141 | 653.663 | 676.050 | 643.622 | -4,8 |
Μ. τιμή παραγωγού (ευρώ/100 κιλά) | 95,62 | 95,77 | 93,14 | 85,47 | 79,97 | -6,4 |
Αίγειου (τόνοι) | 129.948 | 142.026 | 149.797 | 152.798 | 144.009 | -5,8 |
Μ. τιμή παραγωγού (ευρώ/100 κιλά) | 58,45 | 58,34 | 57,19 | 53,08 | 51,13 | -3,7 |
Σύνολο (τόνοι) | 679.308 | 749.167 | 803.460 | 828.848 | 787.631 | -5,0 |
Πηγή: ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, 19/5/2020
Στα πάνω του το αγελαδινό
Στη γαλακτοπαραγωγό αγελαδοτροφία, καταγράφονται στο διάστημα των τελευταίων ετών ορισμένες βελτιώσεις στο μέγεθος των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων, που επέτρεψαν τη συγκέντρωση μεγαλύτερης ποσότητας αγελαδινού γάλακτος από έναν μικρότερο αριθμό παραγωγών, αλλά και σημαντική αύξηση των αποδόσεων του προϊόντος εξαιτίας των γενετικών βελτιώσεων, των βελτιώσεων στα σιτηρέσια διατροφής των ζώων και της εφαρμογής σύγχρονης τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των απωλειών στην παραγωγή.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής παραδίδεται στα γαλακτοκομεία και το υπόλοιπο παραμένει στις εκμεταλλεύσεις, όπου επεξεργάζεται τοπικά, ή διατίθεται απευθείας στην αγορά. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις (στοιχεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Short Term Outlook, Autumn 2020) η καλύτερη επίδοση στον όγκο των παραδόσεων του προϊόντος σημειώθηκε το 2014 (614.600 τόνοι), καταγράφοντας απότομη πτώση στη συνέχεια, ως συνέπεια της κρίσης στην αγορά του προϊόντος κατά τη διετία 2015-2016.
Το 2017 η αγορά του προϊόντος αρχίζει να ανακάμπτει με βελτίωση της μέσης τιμής παραγωγού ως προς το προηγούμενο έτος (+1,2%), εξέλιξη που συνεχίστηκε το 2018, κατά το οποίο ο όγκος των παραδόσεων υπερέβη το επίπεδο των 620.000 τόνων, παρουσιάζοντας αισθητή άνοδο ως προς το προηγούμενο έτος (+3%), ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της μέσης τιμής παραγωγού (+1,4%), με συνέπεια τον περιορισμό του όγκου παραγωγής που παρέμεινε στις εκμεταλλεύσεις στο επίπεδο των 34.000 τόνων περίπου. Οι εκτιμήσεις για το 2019 προβλέπουν άνοδο του όγκου των παραδόσεων αγελαδινού γάλακτος της χώρας, που αναμένεται να κυμανθεί στο επίπεδο των 633.000 τόνων, παρουσιάζοντας όμως μικρότερο ρυθμό αύξησης (+1,9%) σε σχέση με εκείνο του προηγούμενου έτους (Πίνακας 2).
Πίνακας 2: Εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος και μεταβολή των παραδόσεων (2013-2019)
Το μεγαλύτερο μέρος των παραδόσεων αγελαδινού γάλακτος αξιοποιείται για την παρασκευή νωπών προϊόντων από γάλα κατανάλωσης (drinking milk), η παραγωγή του οποίου εκτιμάται το 2019 σε 428.000 τόνους, παρουσιάζοντας οριακή βελτίωση ως προς τον μέσο όρο της πενταετίας 2014-2018 (+0,4%). Οριακή εξάλλου ήταν η βελτίωση παραγωγής του πλήρους γάλακτος (282.600 τόνοι το 2019) σε σχέση με τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας, που ωστόσο εξακολουθεί να υπολείπεται από το υψηλό επίπεδο του 2014 (296.000 τόνοι).
Αντίθετα, σημαντική άνοδο καταγράφει η παραγωγή οξινισμένου γάλακτος που προορίζεται για την παρασκευή γιαουρτιού και άλλων συναφών προϊόντων, ο όγκος του οποίου ανήλθε το 2019 σε 214.500 τόνους, σημειώνοντας αύξηση κατά 27% σε σχέση με τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας (στοιχεία Eurostat, Milk collection and dairy products obtained, 15/10/2020).
Η θετική αυτή εξέλιξη συνδέεται με τη σημαντική ενίσχυση των εξαγωγών γιαουρτιού και των συναφών επιδορπίων, που ανήλθαν το 2019 σε 90.600 τόνους, αξίας 172,9 εκατ. ευρώ (στοιχεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής, EU trade helpdesk, 2020) μεγέθη σημαντικά αυξημένα ως προς το προηγούμενο έτος (+20,5% και +20,7% αντίστοιχα).
Το επώνυμο στραγγιστό γιαούρτι από αγελαδινό γάλα εξακολουθεί να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς και των εξαγωγών, καθιστώντας το ελληνικό γιαούρτι ένα δυναμικό και εξωστρεφές προϊόν με ιδιαίτερα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Στον αντίποδα η αιγοπροβατοτροφία
Η κρεοπαραγωγός αιγοπροβατοτροφία της χώρας χαρακτηρίστηκε στο διάστημα των τελευταίων ετών από τη μείωση του αριθμού των σφαγίων και την πτώση της παραγωγής αιγοπρόβειου κρέατος. Η Ελλάδα πάντως παραμένει 3η στον αριθμό σφαγίων πρόβειου κρέατος στην ΕΕ-27 (4,2 εκατ. κεφαλές το 2019), μετά την Ισπανία και τη Ρουμανία, ενώ στα σφάγια αίγειου κρέατος (1,96 εκατ. κεφαλές) εξακολουθεί να διατηρεί την 1η θέση (στοιχεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής, EU sheep and goat market situation dashboard, 18/11/2020).
Στο διάστημα της 5ετίας 2014-2018, η εγχώρια παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος περιορίστηκε σε 70.000 τόνους, καταγράφοντας σημαντική μείωση (-15%). Ωστόσο, το 2019 η παραγωγή βελτιώθηκε, εκτιμώμενη σε 72.300 τόνους, παρουσιάζοντας άνοδο ως προς το προηγούμενο έτος (+3,1%). Βελτίωση επίσης παρουσίασε η κατανάλωση αιγοπρόβειου κρέατος το 2019, εκτιμώμενη σε 71.300 τόνους (+1,5%), ενώ σημαντική άνοδο σημείωσαν οι εξαγωγές του προϊόντος, με όγκο που υπερέβη το 2019 τους 7.000 τόνους, μέγεθος αυξημένο ως προς το 2018 (+5%) και ιδιαίτερα σε σχέση με τον μέσο όρο της προηγούμενης 5ετίας (+46%). Η θετική αυτή εξέλιξη κατέστησε θετικό το εμπορικό ισοζύγιο του προϊόντος ως προς τον όγκο και την αξία (Πίνακας 3).
Σύννεφα πάνω από βόειο και χοιρινό
Δυσμενείς όμως εξακολουθούν να παραμένουν οι εξελίξεις στο βόειο κρέας. Η παραγωγή περιορίστηκε το 2019 σε 33.400 τόνους, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση ως προς το προηγούμενο έτος (-16%), αλλά και από τον μέσο όρο της 5ετίας 2014-2018 (-21%). Μικρότερη μεταβολή παρουσίασε η κατανάλωση του προϊόντος (-3%), εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές, που ανήλθαν το 2019 σε 118.000 τόνους, σημειώνοντας αύξηση ως προς το προηγούμενο έτος (+1%), αλλά και από τον μέσο όρο της 5ετίας 2014-2018 (+6%).
Η παραγωγή χοιρινού κρέατος περιορίστηκε στο διάστημα της 5ετίας 2014-2018 (-15%), ενώ το 2019 δεν σημειώνεται σημαντική μεταβολή, με εκτίμηση όγκου παραγωγής κυμαινόμενη στο χαμηλό επίπεδο των 81.000 τόνων, μέγεθος που υπολείπεται αισθητά του μέσου όρου της προηγούμενης 5ετίας.
Η κατανάλωση του προϊόντος παρουσίασε σχετικά μικρή μεταβολή, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές, ο όγκος των οποίων διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο στο διάστημα της 5ετίας 2014-2018, εκτιμώμενος, κατά μέσο όρο, σε 201.000 τόνους. Το 2019, οι εισαγωγές χοιρινού κρέατος περιορίστηκαν σε 193.000 τόνους, σημειώνοντας μείωση ως προς το 2018 (-4,3%), αλλά και από τον μέσο όρο της προηγούμενης 5ετίας (-4%). Αντίθετα, θετικά εξελίχθηκαν οι εξαγωγές, αν και με πολύ μικρότερο όγκο (4.600 τόνοι το 2019) σε σύγκριση με τις εισαγωγές και με σημαντική άνοδο ως προς τον μέσο όρο της 5ετίας 2014-2018 (+20%).
Πίνακας 3: Εγχώρια παραγωγή, εμπόριο και κατανάλωση αιγοπρόβειου κρέατος (σε τόνους, 2014-2019)
2014 | 2015 | 2016 | 2017 | 2018 | 2019 | Μεταβολή (%) | ||
2019/2018 | 2019/5ετία | |||||||
Παραγωγή | 82.320 | 76.850 | 74.520 | 71.350 | 70.090 | 72.290 | 3,1 | -3,6 |
Εισαγωγές | 7.547 | 8.318 | 8.243 | 6.642 | 6.812 | 5.996 | -12,0 | -20,2 |
Εξαγωγές | 3.974 | 3.279 | 4.822 | 5.353 | 6.713 | 7.051 | 5,0 | 46,0 |
Κατανάλωση | 85.893 | 81.889 | 77.941 | 72.639 | 70.189 | 71.235 | 1,5 | -8,3 |
Πηγές: ΥΠΑΑΤ για την παραγωγή και Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Σταθερά ψηλά η πτηνοτροφία
Η κρεοπαραγωγός πτηνοτροφία εξακολουθεί να αποτελεί δυναμικό τομέα της ελληνικής κτηνοτροφίας. Η εγχώρια παραγωγή κρέατος πουλερικών αποτελούμενη, σχεδόν στο σύνολό της, από κρέας κοτόπουλων, κινήθηκε ανοδικά στο διάστημα της 5ετίας 2014-2018, εκτιμώμενη το 2018 σε 220.000 τόνους.
To 2019 όμως σημειώθηκε κάμψη της παραγωγής (-3,9%) που περιορίστηκε σε 211.000 τόνους, αν και παραμένει μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της 5ετίας 2014-2018 (+2,9%). Ο εξαγωγικός προσανατολισμός του τομέα διατηρείται, με όγκο εξαγωγών που ανήλθαν το 2019 σε 34.600 τόνους, μέγεθος αυξημένο ως προς το 2018 (+3,9%) και ιδιαίτερα από τον μέσο όρο της 5ετίας 2014-2018 (+34%, Πίνακας 4).
Άνοδο όμως κατέγραψαν και οι εισαγωγές που ανήλθαν το 2019 σε 84.000 τόνους, μέγεθος σημαντικά μεγαλύτερο των εξαγωγών, με αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο του τομέα, σε όρους όγκου, να παραμένει αρνητικό. Το 2019 η κατανάλωση κρέατος πουλερικών περιορίστηκε σε 260.600 τόνους, σημειώνοντας μείωση ως προς το 2018 (-3%), κυρίως εξαιτίας των επιπτώσεων των μέτρων της πανδημίας στην εστίαση και στον τουρισμό που επηρέασαν αρνητικά τη ζήτηση των προϊόντων.
Πίνακας 4: Εγχώρια παραγωγή, εμπόριο και κατανάλωση κρέατος πουλερικών (σε τόνους, 2014-2019)
2014 | 2015 | 2016 | 2017 | 2018 | 2019 | Μεταβολή (%) | ||
2019/2018 | 2019/5ετία | |||||||
Παραγωγή | 190.540 | 189.620 | 212.640 | 214.310 | 219.910 | 211.310 | -3,9 | 2,9 |
Εισαγωγές | 78.884 | 72.025 | 79.378 | 79.942 | 82.466 | 83.960 | 1,8 | 6,9 |
Εξαγωγές | 25.594 | 20.649 | 20.740 | 29.129 | 33.334 | 34.632 | 3,9 | 33,8 |
Κατανάλωση | 243.830 | 240.996 | 271.278 | 265.123 | 269.042 | 260.638 | -3,1 | 1,0 |
Πηγές: ΥΠΑΑΤ για την παραγωγή και Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το εμπόριο (EU trade helpdesk, 14.9.2020)