Ακόμα ένας κρίκος προστέθηκε στην αλυσίδα της νομολογίας που ερμηνεύει σωστά το νόμο για τα πανωτόκια του 2004, έπειτα από σχετική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας,
Έχουν αυξηθεί το τελευταίο διάστημα οχλήσεις από δικηγορικά γραφεία και εταιρείες διαχείρισης χρεών προς αγρότες για χρέη από δάνεια που είχαν πάρει από την παλιά Αγροτική Τράπεζα, ΑΤΕ και τα οποία είχαν περιέλθει στο κόκκινο, ήδη από τα μισά της δεκαετίας του 2000. Εκτιμήσεις νομικών, κάνουν λόγο για ποσοστό πάνω από το 50% των αγροτών, οι οποίοι έχουν παθητικό στην ΑΤΕ. Το παθητικό αυτό μετακυλίεται στους κληρονόμους που καλούνται να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, καθώς είναι βεβαρυμμένοι με δάνεια της ΑΤΕ που ως επί το πλείστων μπορούν να λυθούν με το νόμο 3259/2004 «των πανωτοκίων» όπως εξηγούν δικηγόροι στην Agrenda.
Σε μια τελευταία πράξη που έστρωσε το δρόμο για τη διευκόλυνση της δικαστικής επίλυσης παρόμοιων περιπτώσεων, το αρχικό ποσό δανείου οφειλέτη ανερχόταν στα 200.000 ευρώ, ο ίδιος είχε καταβάλει περισσότερα από 250.000 για την αποπληρωμή του και παρά το γεγονός ότι είχε κάνει ρύθμιση χρεών, η ΑΤΕ ζήτησε συνολικές προσαυξήσεις 350.000, οι οποίες και ακυρώθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Λάρισας.
Πολιτική λύση στο ζήτημα που ταλανίζει επί δεκαετίες τον αγροτικό κόσμο της χώρας, φαίνεται ότι δεν υπάρχει βούληση να δοθεί, όπως συζητείται σε νομικούς κύκλους, όπου αρκετοί εκτιμούν πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιλυθούν γρήγορα και άμεσα τέτοιες υποθέσεις.
Ο λόγος είναι γιατί οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν θέλουν να χρεωθούν την ευθύνη, δείχνοντας την οδό των δικαστηρίων. Ενδεικτική είναι και η αποφυγή να δοθούν σχετικές απαντήσεις στη Βουλή, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπου με μεγάλη συχνότητα το ζήτημα επανέρχεται. Η «στάνταρ» απάντηση του εκάστοτε υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης είναι ότι «το θιγόμενο ζήτημα δεν αποτελεί αρμοδιότητα του Υπουργείου».
Τα εν λόγω ζητήματα ωστόσο συνεχίζουν να προβληματίζουν τους δανειολήπτες –κυρίως αγροτικές επιχειρήσεις- καθότι ελλείψει μιας ενιαίας, σαφούς και «καθαρής» πολιτικής, οι λύσεις αναγκαστικά μέχρι σήμερα δίνονται εντός των δικαστικών αιθουσών.
Όπως υποστηρίζει ο δικηγόρος Γιώργος Ψαράκης, έχει παρατηρηθεί ότι η ΑΤΕ, λίγα μόλις χρόνια πριν την περιέλευσή της σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και τη διατήρηση μόνο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο χαρτοφυλάκιό της, εφάρμοσε κατά κόρον καταχρηστικούς όρους στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων. Για να γίνει αντιληπτή αυτή η αλλαγή του όρου αναπροσαρμογής παρατίθεται σχετικό παράδειγμα από δανειακή σύμβαση της ΑΤΕ πριν και μετά την τροποποίηση:
Πριν την τροποποίηση
«Το δάνειο συνομολογείται έντοκο με κυμαινόμενο επιτόκιο (συνολικό ή συμβατικό επιτόκιο), ίσο με 5.61% (που αποτελείται από άθροισμα του Επιτοκίου Αναφοράς που σήμερα ανέρχεται σε 0,71% και προσαύξησης περιθωρίου 4,90%) πλέον της εισφοράς του Ν. 128/75, που σήμερα ανέρχεται σε 0,60%. Το Επιτόκιο Αναφοράς, το οποίο συμφωνείται ότι θα εφαρμόζεται στην παρούσα, και του οποίου ο ορισμός παρατίθεται κατωτέρω, είναι το Επιτόκιο Euribor περιόδου επιτοκίου».
Μετά την τροποποίηση
«Το δάνειο επιβαρύνεται από την υπογραφή της παρούσας με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο 6,55%, πλέον των τυχόν επιβαλλόμενων εκάστοτε εκ του Νόμου ισχυουσών εισφορών (σήμερα εισφορά του Ν. 128/75, που ανέρχεται σε ποσοστό 0,60%). Το συνολικό ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο αποτελείται από το βασικό επιτόκιο, που ισχύει για την συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοδότησης, 6.55% και το περιθώριο προσαύξησης. […] Η Τράπεζα, αφού αξιολογήσει εκ νέου τα παραπάνω στοιχεία, δικαιούται να αυξήσει ή να μειώσει μονομερώς το περιθώριο προσαύξησης του επιτοκίου. […] Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα περιοδικής αναπροσαρμογής του βασικού επιτοκίου χωρίς τη σύμπραξη του Πιστούχου. Η αναπροσαρμογή του επιτοκίου θα γίνεται κάθε φορά από την Τράπεζα, αφού λάβει υπόψη της και σταθμίσει το κόστος του χρήματος…».
Κατά αυτό τον τρόπο, η εν λόγω τράπεζα είχε την ευχέρεια επιβολής ιδιαιτέρως αυξημένων επιτοκίων, σε μια προσπάθεια, ως φαίνεται, μεγιστοποίησης των εσόδων της λίγους μήνες πριν την θέση της σε ειδική εκκαθάριση. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε δάνειο όπου αναφερόμενο στη σύμβαση ήταν ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο ύψους 8%, έφτασε να εφαρμόζεται, ύστερα από μονομερείς αναπροσαρμογές βάσει του ως άνω καταχρηστικού όρου, που ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει ο δανειολήπτης, επιτόκιο 15% και 16%.
Πηγή: agronews.gr