Επτά νέες καλλιέργειες που επιδοτούνται, καλές και για αμειψισπορά
Απαιτούν λιγότερες εισροές σε σχέση µε τις εδραιωµένες αροτραίες, αντέχουν σε ξηροθερµικές συνθήκες, είναι ιδανικές για αµειψισπορά, κατάλληλες για τα µεσογειακά εδάφη και προσεχώς θα αποκτήσουν και ειδικό πριµ στην Ελλάδα.
Κινόα, Τσία, Τεφ, Νιγκέλα, Καµελίνα, Σιταροκρίθαρο και Γλυκοπατάτα είναι οι επτά καλλιέργειες των οποίων οι καλλιεργητικές τους απαιτήσεις αναλύονται παρακάτω καθώς προβλέπεται να αποκτήσουν ειδική ενίσχυση στα πλαίσια των άµεσων πληρωµών (νέο πρασίνισµα) στο ελληνικό στρατηγικό σχέδιο της ΚΑΠ. Πρόκειται για στοιχεία που τεκµηριώνονται στη µελέτη µε τίτλο «Εισαγωγή στις εναλλακτικές καλλιέργειες της Μεσογείου για την ικανοποίηση των στόχων της Πράσινης Συµφωνίας» που εκπόνησαν ερευνητές του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών και του ΕΛΓΟ-∆ήµητρα (Κακαµπούκη, Ταταρίδας, Μαβροειδής, Κούστα, Ρούσσης, Κατσένιος).
Όπως αναφέρεται στη µελέτη, η εισαγωγή εναλλακτικών καλλιεργειών στο παραγωγικό µείγµα είναι πλέον αδήριτη ανάγκη καθώς αυτές µπορούν να εξισσοροπήσουν τις αρνητικές συνέπειες της αύξησης της θερµοκρασίας και της µείωσης του νερού, ώστε να εξασφαλιστεί ένα ικανοποιητικό αγροτικό εισόδηµα. Οι επτά αυτές καλλιέργειες συµπεριλαµβάνονται στην ειδική πράσινη δράση (άµεσες ενισχύσεις) «Ενίσχυση παραγωγών για την εισαγωγή νέων ή/και καινοτόµων καλλιεργειών» καθώς θεωρούνται ανθεκτικές στις ξηροθερµικές συνθήκες και στις αναµενόµενες µεταβολές λόγω της κλιµατικής αλλαγής.
Μάλιστα οι ερευνητές τονίζουν ότι όλες οι εναλλακτικές καλλιέργειες που παρουσιάζονται, προσαρµόζονται καλύτερα σε σχέση µε τις συµβατικές καλλιέργειες στα µεσογειακά εδάφη και είναι ιδανικές για αµειψισπορά, µε το τελικό προϊόν να έχει πολλαπλές χρήσεις.
Φυσικά, εδώ πρέπει να σηµειωθεί, ότι σκέτο πρωτογενές προϊόν χωρίς µεταποίηση δύσκολα αποκτά υπεραξία και ως εκ τούτου µένει να φανεί αν είναι ώριµες οι συνθήκες (πέρα από τις αγρονοµικές) στη χώρα µας για να επιβιώσουν τέτοιες καλλιέργειες.
Επιλογές ιδανικές για αμειψισπορά και εξοικονόμηση εισροών
Υψηλές αποδόσεις µε χαµηλές απαιτήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου µπορούν να επιτύχουν οι εναλλακτικές καλλιέργειες που παρουσιάζονται στην µελέτη ερευνητών του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών και του ΕΛΓΟ-∆ήµητρα. Κάποιες από αυτές αποτελούν εξαιρετικές εναλλακτικές επιλογές σε σχέση µε συµβατικές καλλιέργειες τόσο από άποψη κόστους παραγωγής όσο και από άποψη πολλαπλής χρησιµότητας του τελικού προϊόντος για παραγωγή τροφίµων και βιοµηχανικών αγαθών. Τα συµπεράσµατα της µελέτης αναφέρουν πως η υψηλή αλατότητα και η έλλειψη νερού στα εδάφη των περιοχών γύρω από την Μεσόγειο, αποτελούν τους κύριους περιοριστικούς παράγοντες για την επίτευξη υψηλής παραγωγής ενώ η ευνοϊκή θερµοκρασία και το γεωγραφικό πλάτος της λεκάνης της Μεσογείου αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που εξισορροπούν τις απώλειες στην παραγωγή και καθιστούν την εγκατάσταση των επτά καλλιεργειών συµφέρουσα για τον αγρότη.
Οι συγγραφείς της µελέτης συγκέντρωσαν τα ερευνητικά δεδοµένα και βαθµολόγησαν τις επτά καλλιέργειες σε σύγκριση µε το καλαµπόκι και το σιτάρι, όσον αφορά την ικανότητα προσαρµογής τους στις επιταγές των µεσογειακών εδαφών και των νέων ευρωπαϊκών πολιτικών. Σε αυτή τη βαθµολογία, το υψηλότερο σκορ σηµείωσε η καλλιέργεια Καµελίνας µε καθαρό 10/10, ακολουθούµενη από την καλλιέργεια Τεφ, Κινόας και Τσίας, οι οποίες σκόραραν 8/10, ενώ τη χαµηλότερη βαθµολογία έλαβε η καλλιέργεια Γλυκοπατάτας, Νιγκέλλας και Σιταροκρίθαρου µε 7/10, κυρίως λόγω της µειωµένης τους συγκριτικής ικανότητας να προσαρµοστούν σε ένα εξίσου ευρύ φάσµα εδαφών. Όλες οι εναλλακτικές καλλιέργειες σηµείωσαν υψηλότερη βαθµολογία από το Σιτάρι και το Καλαµπόκι, που βαθµολογήθηκαν µε 6 και 5 αντίστοιχα. Ιδιαίτερη περίπτωση η Κινόα, η οποία αναδείχθηκε σε πρωταθλητή προσαρµοστικότητας, όµως έχει υψηλές απαιτήσεις της σε ηλιακό φως, ευαισθησία σε ασθένειες όπως ο περονόσπορος και ανάγκη για προσεκτική µετασυλλεκτική διαχείριση.
Σπόροι πλούσιοι σε ω3 λιπαρά
Η Τσία αποτελεί ένα ενδηµικό φυτό της Αµερικανικής χερσονήσου µε καλλιεργητική ιστορία χιλιετιών. Παρά την αρχαία ιστορία τους ως βασικό στοιχείο διατροφής, οι σπόροι της αναγνωρίστηκαν ως σύγχρονη υπερτροφή µόλις τα τελευταία χρόνια. Οι σπόροι της διαθέτουν υψηλή συγκέντρωση θρεπτικών συστατικών, όντας πλούσιοι σε ω3 λιπαρά και ειδικά σε α-λινολενικό οξύ (ALA), µε πρόσφατες έρευνες να επιδεικνύουν τα καρδιοπροστατευτικά και αντιφλεγµονώδη οφέλη που µπορεί να προσφέρει στον ανθρώπινο οργανισµό καθώς επίσης και την πιθανή θετική της επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστηµα. Όντας πλούσιοι και σε απαραίτητα λιπαρά οξέα, οι σπόροι τσία µειώνουν επίσης την υψηλή πίεση του αίµατος βοηθούν στην σταθεροποίηση του επιπέδου σακχάρου στο αίµα.
Το φυτό αποτελεί ψευδοσιτηρό του οποίου η καλλιέργεια απαιτεί ελαφρά έως µέτρια αργιλώδη και καλά στραγγιζόµενα, µέτρια εύφορα εδάφη. Η µελέτη επισηµαίνει πως η καλλιέργεια µπορεί να ανταπεξέλθει µε θετικό οικονοµικό αποτέλεσµα και σε όξινα εδάφη µε µέτρια ανοµβρία. Η βλαστική της περίοδος διαρκεί 130 µέρες και απαιτεί περίπου 3 εβδοµάδες έκθεσης στο ηλιακό φως για να ανθίσει, καθώς επίσης και 600 έως 700 βαθµοηµέρες ανάπτυξης από το φύτρωµα έως την συγκοµιδή. Οι απαιτήσεις της σε λίπασµα δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές και καθορίζονται στα 100 κιλά αζώτου ανά εκτάριο ενώ σε ορισµένες περιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις παραγωγών που δεν λιπαίνουν. Παρουσιάζει αντοχή σε ξερικά και ηµιξερικά περιβάλλοντα, όµως σε αντίθεση µε το άλλο αµερικανικό ενδηµικό φυτό, την κινόα, δεν διαθέτει αντοχή ενάντια σε ελαφρώς όξινα εδάφη, καθώς καλλιεργείται σε εδάφη µε ph µεταξύ 6,5 και 8,5,παρουσιάζοντας ωστόσο παρόµοια υψοµετρική αντοχή, µε µικρότερη όµως πρωτεϊνική περιεκτικότητα καθώς το υψόµετρο αυξάνεται. Η επίτευξη υψηλής παραγωγής συσχετίζεται θετικά µε την απουσία ζιζανίων στο χωράφι και οι καλλιεργητές θα πρέπει να επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο στην καταπολέµησή τους. Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν σηµαντικά παράσιτα ή ασθένειες που να επηρεάζουν την παραγωγή Τσία, ενώ τα αιθέρια έλαια στα φύλλα της έχουν εντοµοαπωθητικές ιδιότητες, καθιστώντας το, κατάλληλο για βιολογική καλλιέργεια.
Εν συντοµία
Σπόροι πλούσιοι σε ω3 λιπαρά και ειδικά σε α-λινολενικό οξύ.
Η βλαστική της περίοδος διαρκεί περίπου 130 µέρες.
Καλλιεργείται σε εδάφη µε pΗ µεταξύ 6,5 και 8,5.
Υψηλότερη περιεκτικότητα ελαίου απο ηλίανθο και σόγια
Η υψηλή ελαιοπεριεκτικότητα αποτελούν το χαρακτηριστικό γνώρισµα των πολύ µικρών σπόρων Καµελίνας, µία καλλιέργεια που τραβάει ξανά τα τελευταία χρόνια την προσοχή του κόσµου. Η ελαιοπεριεκτικότητα των σπόρων της ξεπερνάει σε µεγάλο βαθµό καθιερωµένες ελαιοπαραγωγικές καλλιέργειες όπως η σόγια και ο ηλίανθος, ενώ το έλαιό της αποτελεί πλούσια πηγή ακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών. Χάρη στην υψηλή διατροφική της αξία και το ενεργειακό της απόθεµα, µπορεί να αξιοποιηθεί σε κτηνοτροφικά σιτηρέσια, στην παραγωγή βιοκαυσίµου καθώς και λοιπών βιοµηχανικών προϊόντων (ρητίνες, τσίχλες, βαφές).
Αποτελεί µονοετές φυτό, που συγκοµίζεται µετά σε 70-250 ηµέρες, για εαρινές και χειµερινές σπορές αντίστοιχα και χρειάζεται περίπου 2.500 βαθµοηµέρες ανάπτυξης από την σπορά έως την συγκοµιδή. Παρουσιάζει αντοχή σε θερµοκρασίες χαµηλότερες των -15 βαθµών Κελσίου, όπως και υψηλή αντοχή στο υδατικό στρες, ενώ προσαρµόζεται καλύτερα από λοιπές ελαιοπαραγωγικές καλλιέργειες σε ξερικά και ηµιξερικά εδάφη. Εδαφολογικά, η καµελίνα δεν απαιτεί κάποιο συγκεκριµένο είδος εδάφους και καλλιεργείται εξίσου αποδοτικά τόσο σε αλκαλικά όσο και όξινα χωράφια. Πάραυτα, η καλλιέργειά της σε εδάφη που παρουσιάζουν υψηλή αλατότητα, µε υπολείµµατα ζιζανιοκτόνων και κακή υδατική αποστράγγιση θα πρέπει να αποφεύγεται.
Το φυτό δεν χρειάζεται µεγάλη ποσότητα καλλιεργητικών εισροών και δεν απαιτεί ιδιαίτερη εδαφική κατεργασία πριν την σπορά, µε εµπειρικά δεδοµένα να καταδεικνύουν πως ανταποκρίνεται εξίσου θετικά στην προσφορά αζωτούχας όσο και οργανικής λίπανσης, ενώ οι υδατικές της απαιτήσεις υπολογίζονται στα 350-500 χιλιοστά ετησίως. Παράλληλα, η καλλιέργεια δεν έχει πολλούς φυσικούς εχθρούς και δεν προσβάλλεται συχνά από ασθένειες. Το γνώρισµα αυτό, µειώνει περαιτέρω τα καλλιεργητικά κόστη και σε συνεργασία µε την µικρή απαιτούµενη ποσότητα λίπανσης, καθιστά την καµελίνα µία από τις πιο χαµηλές κοστολογικά και περιβαλλοντικά βιώσιµες καλλιέργειες, σε µία εποχή όπου η ζήτηση για υψηλής ποιότητας βιοκαύσιµα παρουσιάζεται υψηλότερη από ποτέ.
Εν συντοµία
Χρειάζεται περίπου 2.500 βαθµοηµέρες ανάπτυξης .
Υψηλή αντοχή σε πολύ χαµηλές θερµοκρασίες.
Οι υδατικές της απαιτήσεις υπολογίζονται στα 350-500 χιλιοστά ετησίως.
Υψηλή αντοχή σε υδατικό στρες και αλατότητα
Πρόκειται για διασταύρωση σκληρού σίτου και αγριοκρίθαρου, µε στόχο το πάντρεµα φυσικών χαρακτηριστικών των δύο καλλιεργειών σε ένα νέο είδος µε στόχο αποδόσεις ανάλογες ή υψηλότερες του σιταριού, αυξηµένες δυνατότητες παραγωγής κάτω από δυσµενείς συνθήκες (εδάφη µέτριας γονιµότητας, χαµηλές θερµοκρασίες) και βελτιωµένη βιολογική αξία του προϊόντος.
Μέχρι στιγµής το δηµητριακό χρησιµοποιείται εκτενώς στην βιοµηχανία δηµητριακών πρωινού χάρι στην υψηλή του περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και τον χαµηλότερο γλυκαιµικό του δείκτη εν συγκρίσει µε το σιτάρι, ενώ εσχάτως, µελέτες αναφέρουν πως ο σπόρος σιταροκρίθαρου θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί και στην βιοµηχανία παραγωγής µπύρας.
Στις ελληνικές κλιµατολογικές συνθήκες, το φύτρωµα του σιταροκρίθαρου πραγµατοποιείται περίπου 140 µέρες µετά την σπορά, ενώ η καλλιέργεια απαιτεί από 1020 έως 1080 βαθµοηµέρες ανάπτυξης από το φύτρωµα έως την συγκοµιδή.
Στη µελέτη αναφέρεται επίσης πως το φυτό παρουσιάζει µειωµένη πιθανότητα προσβολής από µύκητες (π.χ. από σκωριάσεις και σεπτορίωση) σε σχέση µε παραδοσιακές καλλιέργειες όπως το σιτάρι.
Πέραν αυτών, στα θετικά της καλλιέργειας συγκαταλέγεται η υψηλή αντοχή στο υδατικό στρες και την υψηλή αλατότητα, σε αντίθεση µε άλλα δηµητριακά όπως το Τεφ. Σηµειώνεται πως θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή από µεριάς καλλιεργητών στην ποσότητα αζωτούχας λίπανσης που «ρίχνουν» στο χωράφι, καθώς πλεόνασµα αζώτου οδηγεί σε αύξηση της καρποπεριεκτικότητας σε γλουτένη. Το σιταροκρίθερο αποτελεί για τους ερευνητές µαζί µε την κινόα, την πιο προσαρµόσιµη εναλλακτική καλλιέργεια από τις επτά που παρουσιάζονται, µε εµπειρικά δεδοµένα και µελέτες να επιβεβαιώνουν την ικανότητα της να προσαρµοστεί πλήρως στις κλιµατολογικές συνθήκες της Μεσογείου επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλές αποδόσεις.
Εν συντοµία
Το φύτρωµα πραγµατοποιείται περίπου 140 µέρες µετά την σπορά.
Μειωµένη πιθανότητα προσβολής από µύκητες.
Πλεόνασµα αζώτου οδηγεί σε αύξηση της καρποπεριεκτικότητας σε γλουτένη.
Προσαρµοσµένη στο ελληνικό κλίµα
Αποτελεί ενδηµικό ψευδοσιτηρό της Νότιας Αµερικής, όπου υπάρχουν ενδείξεις πως καλλιεργείται από το 5000 π.Χ.. Είναι µονοετές, µε ύψος έως το 1,8 µ., ανθεκτικό στην ξηρασία και την αλατότητα και δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη καλλιεργητική φροντίδα. Το φυτό έχει τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού τις τελευταίες δεκαετίες χάρη στην υψηλή περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνη (µεγαλύτερη από 16%), δίχως να περιέχει γλουτένη, ενώ διαθέτει υψηλό αριθµό αντιοξειδωτικών. Προτείνεται ως υποκατάστατο των όσπριων στα κτηνοτροφικά σιτηρέσια, ενώ µπορεί να χρησιµοποιηθεί και ως βιοκαύσιµο.
Η Κινόα αποτελεί µία δυνατή και καλή εναλλακτική καλλιέργεια για µη ποιοτικά εδάφη, καθώς έχει µεγάλη προσαρµοστικότητα στην υψηλή αλατότητα (σε αντίθεση µε το Τεφ) και πετυχαίνει αποδόσεις και σε ηµιξερικά εδάφη, ενώ επιστηµονικές µελέτες έχουν αποδείξει επανειληµµένως την ικανότητα του φυτού να προσαρµοστεί στις κλιµατολογικές συνθήκες της Μεσογείου Θάλασσας και ιδιαίτερα σε Ελλάδα, Ισραήλ και Ιταλία. Παράλληλα, το φυτό δεν έχει πρόβληµα µε το υψόµετρο ενώ αντέχει σε ένα ευρύ φάσµα θερµοκρασιών. Παρουσιάζει επίσης υψηλές απαιτήσεις σε ηλιακό φως για να ωριµάσει καθώς απαιτούνται 3.445 βαθµοηµέρες ανάπτυξης από το φύτρωµα έως την συγκοµιδή. Στις ελληνικές συνθήκες, το φυτό ωριµάζει σε περίπου 160 µέρες µετά την σπορά τον Απρίλιο, µε ιδανικό βάθος σποράς τα 5 εκατοστά από την επιφάνεια. Ευδοκιµεί σε εδάφη µε pH από 4,5 έως 9 παρουσιάζοντας αντοχή σε ελαφρώς όξινα και αλκαλικά εδάφη.
Οι σπόροι του φυτού δεν έχουν κάποιες ιδιαιτέρες απαιτήσεις σποροκλίνης ενώ οι αποδόσεις της δεν επηρεάζονται από την ένταση της εδαφικής κατεργασίας, ενώ εµπειρικά δεδοµένα ισχυρίζονται ρεκόρ παραγωγής υπό καθεστώς ακαλλιέργειας. Η διαφαινόµενη θετική επίδραση των οργανικών λιπασµάτων στην παραγωγικότητά της, την καθιστούν επίσης µία περαιτέρω µη κοστοβόρα καλλιέργεια. Η συγκοµιδή της µπορεί να πραγµατοποιηθεί τόσο µηχανικά όσο και µε το χέρι, ενώ η παραγωγή απαιτεί καλή µετασυλλεκτική µεταχείριση.
Εν συντοµία
Ευδοκιµεί σε εδάφη µε pH άπό 4,5 έως 9.
∆εν έχει ιδιαιτέρες απαιτήσεις σποροκλίνης.
Υψηλή περιεκτικότητά σε πρωτεΐνη.
Εξαιρετική καλλιεργεια για ηµιξερικά εδάφη
Η υψηλή περιεκτικότητα του σπόρου Τεφ σε άµυλο και πρωτεΐνη, οποία υπερβαίνει άλλες καλλιέργειες όπως σιτάρι, βρώµη και σόγια, αποτελεί το γνώρισµα που ξεχωρίζει το δηµητριακό, που αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα εξαγώγιµα προϊόντα της Νιγηρίας. Λόγω της αυξηµένης ζήτησης για το δηµητριακό, έχει αρχίσει η καλλιέργειά του και σε Η.Π.Α, Αυστραλία, Ολλανδία και Γερµανία.Το διατροφικό προφίλ των σπόρων του το καθιστούν ιδανική υπερτροφή, καθώς 100 γραµµάρια εµπεριέχουν 357 θερµίδες, ενώ παρουσιάζουν χαµηλό γλυκαιµικό δείκτη και δεν περιέχουν γλουτένη. Οι σπόροι του φυτού περιέχουν κατά µέσο όρο 11% πρωτεΐνη και υψηλά επίπεδα λυσίνης, µε τα βιοχηµικά του χαρακτηριστικά του να το καθιστούν δυνατή πηγή βιοκαυσίµου και πρώτη ύλη για παραγωγή αχύρου υψηλής διατροφικής αξίας για κτηνοτροφικά ζώα. Ενδείκνυται για άτοµα που παρουσιάζουν δυσανεξία στη γλουτένη, χορτοφάγους, διαβητικούς αλλά και αθλητές.
Το τεφ αποτελεί το πιο κοντό σε ύψος σιτηρό, αγγίζοντας µόλις τα 30 εκατοστά σε ύψος. Ανήκει στην οικογένεια των γλυκών σιτηρών και οι πολύ σκληροί του µικροί σπόροι επεξεργάζονται µαζί µε τον φλοιό σε άλευρο ολικής άλεσης. Η καλλιέργεια του δηµητριακού απαιτεί καλή προετοιµασία σποροκλίνης και αρκετή εδαφική κατεργασία, µε τις απαιτήσεις άρδευσης να αγγίζουν τα 750-850 χιλιοστά νερού ετησίως για ικανοποιητική παραγωγή. Σύµφωνα µε την µελέτη, η θρέψη µε οργανικά λιπάσµατα (πάσης φύσης κοπριά, κοµπόστ) επιδρά θετικά στον αριθµό των σπόρων ανά σταχύδιο και στην πρωτεϊνική τους περιεκτικότητα, ενώ αναφέρεται πως το φυτό παρουσιάζει µεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε µαµούνια σε σχέση µε λοιπά δηµητριακά.
Θερµοκρασίες µεταξύ 10 και 27 βαθµών αποτελούν ιδανικές για την καλλιέργεια, ενώ η καλλιέργεια παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στο υδατικό στρες, καθιστώντας την εξαιρετική για ηµιξερικά εδάφη. Σηµειώνεται πως το τεφ δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στην εδαφική αλατότητα.
Εν συντοµία
Οι απαιτήσεις άρδευσης κυµαίνονται µεταξύ 750 και 850 mm ετησίως.
Θερµοκρασίες µεταξύ 10 και 27 βαθµών αποτελούν ιδανικές για την καλλιέργεια.
Τα 100 γραµµάρια σπόρων εµπεριέχουν 357 θερµίδες.
Με σχετικά χαµηλές απαιτούµενες εισροές
Πολλαπλές χρήσεις ως τρόφιµο και βιοµηχανική εισροή παρουσιάζουν οι σχεδόν στρογγυλοί και πολύ ογκώδεις κόνδυλοι γλυκοπατάτας, µία αρχαία καλλιέργεια, ενδηµική της Νότιας και Κεντρικής Αµερικής. Τις τελευταίες δεκαετίες η καλλιέργειά της έχει γνωρίσει άνθιση στην Ευρώπη, µε τους κόνδυλούς της να χρησιµοποιούνται ως πρώτη ύλη στην παραγωγή αλεύρων, άχυρου, σιροπιών, αλκοόλ αλλά και καλλυντικών και φαρµακευτικών σκευασµάτων.
Η γλυκοπατάτα αποτελεί µία καλλιέργεια µε υψηλή αντοχή στο υδατικό στρες, αλλά και γνωρίσµατα που την καθιστούν «επιλεκτική» στα εδάφη στα οποία ευδοκιµεί, όπως το µικρό εύρος του απαιτούµενο ph για την οµαλή ανάπτυξή της, µεταξύ 5,5 και 6,5, µε διαφοροποιήσεις να προκαλούν ανωµαλίες στο σχήµα των κονδύλων και αύξηση της συγκέντρωσης ανεπιθύµητων τοξικών ουσιών, ενώ (όπως µαρτυράει το κατάλληλο ph) η καλλιέργεια δεν προσαρµόζεται καθόλου καλά σε αλκαλικά εδάφη και σε εδάφη µε υψηλή αλατότητα. Ιδανικό εύρος θερµοκρασίας ανάπτυξης θεωρούνται οι 21-26 βαθµοί κελσίου, ενώ η γλυκοπατάτα υπό κατάλληλες συνθήκες ωριµάζει µέσα σε 90-150 ηµέρες.
Το στοιχείο του ελληνικού κλίµατος που εξασφαλίζει υψηλές αποδόσεις σε περίπτωση εύρεσης του κατάλληλου εδάφους είναι το πλεόνασµα ηλιακού φωτός. Η γλυκοπατάτα απαιτεί επαρκή φωτισµό για να αναπτυχθεί στο διάστηµα των 90-150 ηµερών, ειδάλλως η παραγωγή πρακτικά εκµηδενίζεται. Αυτό το γνώρισµα του φυτού αποτελεί πρόκριµα των ελλήνων παραγωγών στην καλλιέργειά της σε σχέση µε τους παραγωγούς άλλων χωρών, οι οποίοι δεν έχουν το ηλιακό φως σε όση αφθονία όση ο έλληνας καλλιεργητής. Η καλλιέργεια γλυκοπατάτας απαιτεί επαρκή άρδευση κατά τις πρώτες εβδοµάδες µετά την φύτευση, καθώς επίσης και έλεγχο των ζιζανίων που δρουν ανταγωνιστικά στην καλλιέργεια, ενώ οι απαιτούµενες εισροές είναι σχετικά χαµηλές µε τις ανάγκες της καλλιέργειες να µπορούν να καλυφθούν τόσο µε συµβατικά όσο και οργανικά λιπάσµατα.
Εν συντοµία
Μικρό εύρος απαιτούµενο ph για την οµαλή ανάπτυξή της, µεταξύ 5,5 και 6,5.
Ωριµάζει µέσα σε 90-150 ηµέρες.
Ιδανικό εύρος θερµοκρασίας ανάπτυξης 21-26 βαθµοί Κελσίου.
Η οργανική λίπανση της ταιριάζει
Πρόκειται για ετήσιο δικοτυλήδονο βότανο, ενδηµικό της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου, που καλλιεργείται σε µεγάλες ποσότητες σε χώρες της Μέσης Ανατολής και Νοτιοανατολικής Ασίας. Αξιοποιείται στην ανατολική κουζίνα ως υψηλής ποιότητας µπαχαρικό, ενώ εξαιτίας των αντιοξειδωτικών, αντιµικροβιακών, αντιδιαβητικών και λοιπών ιδιοτήτων της χρησιµοποιείται ως πρώτη ύλη σε φαρµακευτικά σκευάσµατα και τη µελισσοκοµία.
Η κατάλληλη θρέψη µε άζωτο και φώσφορο σε σχέση 1 προς 2 αυξάνει τις αποδόσεις της καλλιέργειας, η οποία απαιτεί κατά µέσο όρο 724 χιλιοστά βροχής ετησίως µε κατάλληλη θερµοκρασία βλάστησης τους 28,6 βαθµούς κελσίου. Η νιγκέλα αποδεικνύεται πιο δύσκολη στη καλλιέργεια από τις υπόλοιπες που παρουσιάζει η έρευνα, καθώς η µέση θερµοκρασία επηρεάζει την αντοχή του φυτού στην αλατότητα του εδάφους, διαφοροποιώντας έτσι και τις υδατικές της απαιτήσεις.
Παρά την περίπλοκη διαδικασία καθορισµού των απαιτήσεων για την επίτευξη υψηλότερων δυνατών αποδόσεων, καθώς η καλλιέργεια ακόµη δεν έχει πλήρως προσαρµοστεί στις µεσογειακές συνθήκες, το φυτό παρουσιάζει ένα γνώρισµα που το καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον στα µάτια των ευρωπαίων µελετητών, µε έρευνα που διεξήχθη στην Ελλάδα να συµπεραίνει πως στην περίπτωση χορήγησης οργανικής λίπανσης αντί συµβατικής επιτυγχάνονται υψηλότερες αποδόσεις.
Το ύψος του φυτού κυµαίνεται από 20 έως 90 εκατοστά και αναπτύσσεται καλά σε διάφορα κλίµατα, από δροσερά και ξηρά έως ζεστά και υγρά, ενώ απαιτεί εδάφη καλά στραγγιζόµενα και Πηλο-αµµώδη, πλούσια σε µικροβιακή δραστηριότητα. Προσοχή εφιστάται στη σπορά, καθώς πυκνότητα φύτευσης µεγαλύτερη των 200 φυταρίων ανά τετραγωνικό µέτρο, µειώνει τις αποδόσεις.
Τα ασβεστολιθικά εδάφη είναι επίσης ακατάλληλα για την καλλιέργεια, εξαιτίας της µικρής εδαφοπεριεκτικότητας σε ελεύθερο φώσφορο, ενώ η καλλιέργεια παρουσιάζει καλή υψοµετρική αντοχή όπως η πλειονότητα των εναλλακτικών καλλιεργειών.
Εν συντοµία
Απαιτεί κατά µέσο όρο 724 χιλιοστά βροχής ετησίως.
Πυκνότητα φύτευσης > 200 φυταρίων ανά τ.µ. µειώνει τις αποδόσεις.
Ολόκληρο το αφιέρωμα στις 7 εναλλακτικές επιδοτούμενες καλλιέργειες διαθέσιμο εδώ