«Επιφανειακά», κάτι σαν την επιφανειακή λίπανση, αναμένεται να κινηθεί η σημερινή (Τρίτη 13 Φεβρουαρίου) συζήτηση των αγροτών με τον πρωθυπουργό στο μέγαρο Μαξίμου, μια συνάντηση που έρχεται ως αποτέλεσμα των εκτεταμένων κινητοποιήσεων σε πολλές αγροτικές περιοχές και την έντασης των προβλημάτων για πολλούς κλάδους της αγροτικής παραγωγής.
Οι τελευταίες αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική σε συνδυασμό με τις σοβαρές αρρυθμίες στις πληρωμές κοινοτικών ενισχύσεων από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μπορεί να είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ωστόσο, αυτό που κάνει τα πράγματα όλο και πιο δύσκολα είναι η σοβαρή περαιτέρω υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας.
Για διαφορετικούς λόγους ωστόσο, η ατζέντα της σημερινής συζήτησης, αναμένεται να περιορισθεί, σ’ αυτά που το συγκεκριμένο αγροτικό κίνημα, μπορεί να θέσει ως άμεσες διεκδικήσεις και σ’ αυτά που η κυβερνητική ηγεσία έχει τη διάθεση να εξετάσει, ως ένδειξη καλής θελήσεως για την εκτόνωση της κατάστασης στον αγροτικό χώρο και την επιστροφή των τρακτέρ στις βάσεις τους.
Έτσι, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει ήδη γνωστά, εξετάζεται η επίσπευση μιας προκαταβολής στο αγροτικό πετρέλαιο (επιστροφή ειδικού φόρου κατανάλωσης) ενδεχομένως και τον επόμενο μήνα Μάρτιο, όπως και μια έκπτωση της τάξεως του 10% στο αγροτικό ρεύμα, μαζί με κάποιες ρυθμίσεις για τους αγρότες που έχουν ήδη οφειλές στη ΔΕΗ. Ως προς τις «ταμειακού χαρακτήρα» διευκολύνσεις, πιθανή θεωρείται μια δέσμευση για τα απλήρωτα 88 εκατ. ευρώ του ΟΠΕΚΕΠΕ (άμεσες ενισχύσεις 2023), όπως και μια αναφορά στα Eco-Schemes η πληρωμή των οποίων υπολογίζεται να γίνει μέχρι τον Απρίλιο.
Τέλος, ενδιαφέρον θα είχε μια αποσαφήνιση από πλευράς αρμοδίων (υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας) αναφορικά με τον σχεδιασμό του προγράμματος Απόλλων, το οποίο θα κληθεί να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία μικρών αγροτικών φωτοβολταϊκών πάρκων, τα οποία θα συμβάλουν στην ενεργειακή αυτονομία των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Αν αυτό αποτελέσει τελικά το περίγραμμα της σημερινής συνάντησης των αγροτών με τον πρωθυπουργό, καθίσταται σαφές ότι τα σοβαρά και κρίσιμα ζητήματα της ελληνικής γεωργίας, μένουν για μια ακόμη φορά εκτός ημερήσιας διάταξης. Κι αυτό γιατί, οι αδυναμίες στο πεδίο της αγροτικής παραγωγής κινούνται σε δύο επίπεδα.
Το πρώτο έχει να κάνει με την παραγωγικότητα των εκμεταλλεύσεων και το πραγματικό κόστος παραγωγής και το δεύτερο με τον τρόπο διάθεσης των αγροτικών προϊόντων και τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς.
Στο πρώτο ζήτημα, το ιδιοκτησιακό και οι στρεβλώσεις που δημιουργούνται από την ενοικιαζόμενη αγροτική γη, μοιάζει με θέμα ταμπού το οποίο κανείς δεν έχει τη διάθεση να ανοίξει. Κι ας είναι ο υπ’ αριθμόν ένα παράγων επιβάρυνσης της αγροτικής δραστηριότητας, όχι μόνο λόγω του ύψους των ενοικίων αλλά και λόγω των εμποδίων που δημιουργεί στα αναπτυξιακά πλάνα των εκμεταλλεύσεων.
Εξίσου σοβαρό είναι και το θέμα της διαμόρφωση καλλιεργητικών ζωνών, έτσι ώστε, σε κάθε περιοχή, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους αλλά και την παραγωγική ιστορία κάθε τόπου, να δίδεται προτεραιότητα σε κάποια προϊόντα (φυτικής ή και ζωικής κατεύθυνσης). Αυτό και μόνο θα συνέβαλε αποφασιστικά στην ομοιογένεια των εκμεταλλεύσεων κάθε περιοχής και θα διευκόλυνε (ενδεχομένως με τη βοήθεια κάποιων κινήτρων) στη δημιουργία συνεργατικών σχημάτων που θα οδηγούσαν αντίστοιχα, στη μείωση του κόστους παραγωγής άλλα και στη βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσης για τη διάθεση των προϊόντων στη αγορά και την επιστροφή ενδεχομένως μέρους της υπεραξίας στους παραγωγούς.
Μπορεί να αναφέρεται κανείς για ώρες στα μεγάλα δυσεπίλυτα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και στην κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα. Ειδικά από τα τέλη του ’80, κυρίως ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας των μεγάλων αγροτοβιομηχανιών (συνεταιριστικών και μετοχικού ενδιαφέροντος της Αγροτικής Τράπεζας) που έδιναν -μετά τον πόλεμο και για 40 χρόνια περίπου- τον τόνο στη λειτουργία των αγορών, ενισχύοντας τη θέση του παραγωγού.
Όλα αυτά βεβαίως οφείλει να τα αντιμετωπίσει κανείς υπό το πρίσμα ότι οι αγορές αγροτικών προϊόντων έχουν διεθνοποιηθεί, νέες περιοχές του πλανήτη εμφανίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό χώρο, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση βάζει δύσκολα στον εαυτό της. Πώς; Ανεβάζοντας τον πήχη όσον αφορά στον τρόπο παραγωγής (βιωσιμότητα – φιλοπεριβαλλοντικό αποτύπωμα) και ταυτόχρονα απελευθερώνοντας τις εισαγωγές από κάθε κατεύθυνση και χωρίς να εξετάζονται οι προδιαγραφές αυτών των προϊόντων.
Πηγή: www.agronews.gr