Νέος φόρος άνθρακα 6% σε λιπάσματα και πρώτες ύλες το 2026 «πυροδοτεί» εκ νέου το κόστος παραγωγής.
Οι εισαγωγείς λιπασµάτων στην ΕΕ από το 2026 θα πρέπει να αγοράζουν πιστοποιητικά προσαρµογής άνθρακα (CBAM ή ΜΣΠΑ) η τιµή των οποίων θα εξαρτάται από τη µέση εβδοµαδιαία τιµή πλειστηριασµού των δικαιωµάτων του Σύστηµα Εµπορίας ∆ικαιωµάτων Εκποµπών. Το γεγονός αυτό έρχεται να φέρει µία νέα επιβάρυνση η οποία αναµένεται να ενσωµατωθεί και στις τιµές των λιπασµάτων που φτάνουν στα γεωπονικά µαγαζιά και κατά συνέπεια στον αγροτικό κόσµο.
Πιο συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τα υπάρχοντα δεδοµένα, οι εισαγωγείς λιπασµάτων θα υποχρεούνται να υποβάλλουν τριµηνιαίες αναφορές για ποσότητες προϊόντων που εισάγουν, τις εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνονται κατά την παραγωγή τους (ενσωµατωµένες στα αγαθά), καθώς και τις πληροφορίες σχετικά µε τις ήδη καταβληθείσες ή οφειλόµενες τιµές άνθρακα που σχετίζονται µε την παραγωγή των εν λόγω προϊόντων.
Παράλληλα, οι εισαγωγείς θα είναι υποχρεωµένοι να αγοράζουν πιστοποιητικά άνθρακα που αντιστοιχούν στην ποσότητα CO2 που περιέχουν τα εισαγόµενα αγαθά τους, ενσωµατώνοντας πλήρως το κόστος των εκποµπών στην τιµή των προϊόντων. Φυσικά, καµία πληρωµή δεν θα απαιτείται πριν το 2026, καθώς οι εισαγωγείς ή οι τελωνειακοί εκπρόσωποι θα αναµένουν να αγοράσουν και να παραδώσουν πιστοποιητικά CBAM που θα αντιστοιχούν στην ποσότητα των ενσωµατωµένων εκποµπών CO2 στα εµπορεύµατα, σύµφωνα µε τη σταδιακή κατάργηση της δωρεάν κατανοµής βάσει του EU ETS.
Σε γενικό πλαίσιο, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισµός Συνοριακής Προσαρµογής Άνθρακα (CBAM) αποτελεί εργαλείο-ορόσηµο για την ΕΕ, µε στόχο τη διαµόρφωση µιας δίκαιης τιµής για τα αέρια του θερµοκηπίου (GHG) που εκπέµπονται κατά την παραγωγή αγαθών υψηλής έντασης εκποµπών. Η εφαρµογή του CBAM διασφαλίζει ότι οι κλιµατικοί στόχοι της ΕΕ δεν υπονοµεύονται από τις εκποµπές που προέρχονται από εισαγόµενα προϊόντα, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη µετάβαση σε πιο καθαρές παραγωγικές διαδικασίες σε χώρες εκτός ΕΕ.
Ειδικά για τον τοµέα των λιπασµάτων, η εφαρµογή του κανονισµού ενδέχεται να επιφέρει σηµαντικές αλλαγές στις διαδικασίες εισαγωγής, στοχεύοντας στην επίτευξη των φιλόδοξων κλιµατικών στόχων της ΕΕ για τη µείωση των εκποµπών CO2. Οι εισαγωγείς λιπασµάτων θα πρέπει να είναι πλήρως προετοιµασµένοι να ανταποκριθούν στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις, εξασφαλίζοντας τη συµµόρφωσή τους µε τις νέες διαδικασίες αναφορών και πιστοποιήσεων και προσαρµόζοντας τις επιχειρηµατικές τους πρακτικές αναλόγως.
Δυναμική φορολόγηση ίσως πάνω από 100 ευρώ ο τόνος
Αν και οι «δείκτες αναφοράς CBAM» δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί, o φόρος στις πρώτες ύλες αναμένεται να βασίζεται σε συνδυασμό των υφιστάμενων δεικτών αναφοράς.
Για παράδειγμα στην περίπτωση της Grey Ammonia, δηλαδή της αμμωνίας που παράγεται από το φυσικό αέριο και πάνω κάτω αφορά το 80% της παραγόμενης αμμωνίας διεθνώς, οι επιβαρύνσεις θα μπορούσαν να διαμορφωθούν από 100 έως χονδρικά 400 ευρώ ο τόνος πρώτης ύλης. Το νούμερο βέβαια αυτό είναι δυναμικό και θα αλλάζει καθημερινά ανάλογα με:
- τον CBAM Factor, ο οποίος προοδευτικά με τα χρόνια θα μειώνεται ως ποσοστό, αυξάνοντας την επιβάρυνση (97,5% το 2026 -> 0% το 2034).
- την τιμή των εκπομπών CO2 στα Χρηματιστήρια (80 έως 120 ευρώ τόνος)
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως οι προαναφερθείσες επιβαρύνσεις αφορούν την εισαγόμενη πρώτη ύλη. Ανάλογα την επεξεργασία, τον τελικό τύπο, την πηγή προέλευσης της πρώτης ύλης στο μίγμα και άλλες προσαρμογές ανάλογα την εταιρεία, οι αρνητικές διακυμάνσεις ανά τόνο στο τελικό προϊόν που θα καταλήξει από το επόμενο έτος στα γεωπονικά καταστήματα θα διαφέρουν σημαντικά.
Πηγή ΠΊνακα: Fertilizer Europe
Προσοχή στις υποχρεώσεις της µεταβατικής φάσης CBAM
Αν και η εφαρµογή του πλήρους καθεστώτος CBAM βρίσκεται ακόµη σε µεταβατικό στάδιο, µε µοναδική υποχρέωση την υποβολή εκθέσεων από τις επηρεαζόµενες βιοµηχανικές εταιρείες, η εφαρµογή τους θέτει ήδη σηµαντικές προκλήσεις στην επιχειρηµατική πρακτική. Οι εισαγωγείς υποχρεούνται να δηλώνουν ανά τρίµηνο την ποσότητα εισαγόµενων λιπασµάτων στην ΕΕ, σε τόνους, καθώς και τις άµεσες και έµµεσες εκποµπές άνθρακα που ενσωµατώνονται σε αυτά. Παράλληλα, καλούνται να δηλώνουν οποιαδήποτε τιµή άνθρακα έχει καταβληθεί ή οφείλεται στη χώρα προέλευσης για τις ενσωµατωµένες εκποµπές των εισαγόµενων αγαθών, αφαιρώντας τυχόν εκπτώσεις ή αποζηµιώσεις που έχουν ήδη ληφθεί.
Η αναφορά των άµεσων εκποµπών βασίζεται κυρίως στις πραγµατικές εκποµπές που παράγονται κατά τη διαδικασία παραγωγής.
Σε πρώτο πλάνο η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ σε λιπάσματα
Γύρω από σηµαντικά θέµατα που αφορούν την επίτευξη της στρατηγικής αυτονοµίας της ΕΕ σε λιπάσµατα, αλλά και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου, επικεντρώθηκε η πρόσφατη συνάντηση του Επιτρόπου Γεωργίας, Cristophe Hansen, µε τον ∆ιευθύνοντα Σύµβουλο της Yara International, Svein Tore Holsether, στις Βρυξέλλες.
Μεταξύ των σοβαρών ζητηµάτων που αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης ήταν αυτό της σπουδαιότητας των ανόργανων λιπασµάτων, τα οποία και συνεισφέρουν σε ποσοστό 50% τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία στη σύγχρονη διαδικασία παραγωγής φαγητού και, ως εκ τούτου είναι επιτακτική ανάγκη η αποτελεσµατική χρήση τους, για να αποφευχθεί η απώλεια αυτών των σηµαντικών διατροφικών συστατικών.
Σε σχετική του ανάρτηση µάλιστα, ο Holsether επεσήµανε πως το θέµα διαχείρισης θρεπτικών στοιχείων πρέπει να βρίσκεται σε περίοπτη θέση στις µελλοντικές πολιτικές της ΕΕ όσον αφορά τους τοµείς της γεωργίας και κατ’ επέκταση της παραγωγής τροφίµων.
Αναγνωρίζοντας την καθοριστική σηµασία της βιοµηχανίας λιπασµάτων της ΕΕ για τη διασφάλιση της παγκόσµιας παραγωγής τροφίµων και τη µείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου της παραγωγικής διαδικασίας, τόσο στην Ευρώπη όσο και διεθνώς, τονίστηκε η ανάγκη ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονοµίας του κλάδου.
Η διαφοροποίηση προς λιπάσµατα µε χαµηλότερη περιεκτικότητα άνθρακα αναδείχθηκε ως µια κρίσιµη ευκαιρία για τη µετάβαση σε πιο φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές παραγωγής τροφίµων. Ωστόσο, η περιορισµένη ζήτηση για τα συγκεκριµένα αγαθά δηµιουργεί την ανάγκη εφαρµογής υποστηρικτικών πολιτικών.
Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να δηµιουργούν ευνοϊκές συνθήκες εντός της αγοράς, παρέχοντας κίνητρα στους αγρότες για την υιοθέτηση βιώσιµων και αποδοτικών τεχνολογιών, που θα συνεισφέρουν σε έναν πιο αειφόρο αγροτικό τοµέα. Ο διάλογος για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας και τη διασφάλιση της βιωσιµότητας συνεχίζεται, µε την ΕΕ να βρίσκεται σε κοµβικό σηµείο για τη διαµόρφωση ενός ανθεκτικού µέλλοντος.
Πηγή: www.agronews.gr