Μία κακή χρονιά είναι αρκετή για να οδηγήσει τον βιοκαλλιεργητή πίσω σε συµβατικές µεθόδους, σύµφωνα µε την κλαδική µελέτη της Κοµισιόν για τον τοµέα των βιολογικών στην ΕΕ, που δείχνει πως η αγορά τις περισσότερες φορές δεν είναι σε θέση να ανταµείψει επαρκώς τον παραγωγό ώστε να συνεχίσει να καλλιεργεί έχοντας απώλειες στις αποδόσεις του που κυµαίνονται µεταξύ 15-60%.
«Ο κλάδος των βιολογικών δεν έχει φτάσει ακόµα σε φάση ωριµότητας» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι µελετητές, καταγράφοντας ωστόσο πως οι καταναλωτικές τάσεις (χορτοφαγία, τοπικά προϊόντα) είναι ευνοϊκές για τον τοµέα αυτό, ενώ οι βιολογικές εκµεταλλεύσεις αυξήθηκαν από 150.000 το 2010 στις 250.000 το 2016. Εδώ πρέπει να σηµειωθεί ότι στη συγκεκριµένη περίοδο «έτρεξε» και το πρόγραµµα των Βιολογικών στις περισσότερες χώρες, οπότε δεν µπορούν να βγουν ασφαλή συµπεράσµατα για τις πραγµατικές τάσεις ανόδου του κλάδου χωρίς τις επιταγές της επιδότησης. Να σηµειωθεί εδώ ότι κατά µέσο όρο οι εκµεταλλεύσεις µε βιοκαλλιέργειες είναι σχεδόν διπλάσιες σε µέγεθος από τις συµβατικές (300 στρέµµατα έναντι 170). Η Ελλάδα το 2017 διέθεται περίπου το 4,7% της γης για βιολογική καλλιέργεια, ποσοστό που όµως επηρεάζεται σαφώς από τις µεγάλες εκτάσεις βοσκοτόπων και το πριµ.
Ηγούνται Ισπανία και Ιταλία
Σύµφωνα µε τα δεδοµένα που παρουσιάζεται στη µελέτη µε τίτλο «Βιολογική γεωργία στην ΕΕ, ένας ταχέως αναπτυσσόµενος τοµέας», οι χώρες που φαίνεται να έχουν επενδύσει περισσότερο στον τοµέα της βιολογικής καλλιέργειας είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Γερµανία. Οι Ισπανία και Ιταλία είναι συγκεκριµένα οι χώρες που ευθύνονται για το 72% των βιολογικών προϊόντων στον τοµέα των δενδροκαλλιεργειών στην Ευρώπη. Ειδικά στην Ιταλία το εισόδηµα των βιοκαλλιεργητών ανά µονάδα εργασίας είναι σηµαντικά υψηλότερο κατά µέσο όρο σε σχέση µε τους συµβατικούς καλλιεργητές (25.000 ευρώ έναντι 17.000 ευρώ), ωστόσο σε γενικές γραµµές σε επίπεδο ΕΕ, κάτι τέτοιο δεν µπορεί να αποδειχθεί συστηµατικά. Με τα χρόνια, σηµειώνει η έκθεση, η βελτίωση στις καλλιεργητικές πρακτικές και η αυξηµένη χρήση της τεχνολογίας, θα δόσουν τη δυνατότητα για µειωµένα κόστη παραγωγής µε θετικό αντίκτυπο στο εισόδηµα του παραγωγού.
Ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι η βιολογική γεωργία δηµιουργεί περισσότερη προστιθέµενη αξία και επιτυγχάνει υψηλότερα περιθώρια ανά µονάδα παραγωγής, το µερίδιο της βιολογικής γεωργίας στην προστιθέµενη αξία στην τροφική αλυσίδα δεν διαφέρει σηµαντικά από εκείνο των συµβατικών αλυσίδων εφοδιασµού (µεταξύ 9% και 62% τιµές για τα βιολογικά προϊόντα σε σύγκριση µε το 6% έως 40% στις συµβατικές). Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η µελέτη στην περίπτωση των καλλιεργητών βιολογικού σιταριού στη Γερµανία που λαµβάνουν πρίµιουµ στην τιµή τους 1,5 φορές πάνω σε σχέση µε το συµβατικό σιτάρι, γεγονός που µπορεί να αντισταθµίσει τις απώλειες 40% που έχουν στην παραγωγή τους. Ωστόσο σε Ισπανία και Ιταλία το πρίµιουµ δεν ξεπερνά το 20% όταν οι απώλειες παραγωγής στην Ιταλία φτάνουν το 85%, γεγονός που καθιστά κατά κύριο λόγο ασύµφορη την παραγωγή.
Πηγή: agronews.gr